- τεγκέλιος
- -α, -ο, Νφρ. «τεγκέλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «τεγκέλιο»γεωλ. υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών της στη βόρεια Ευρώπη η οποία αντιπροσωπεύεται από αλλουβιακές αποθέσεις που περικλείουν απολιθώματα ασπονδύλων και σπονδυλοζώων καθώς και φυτικά υπολείμματα που είναι ενδεικτικά ήπιων κλιματικών συνθηκών, αλλ. τίγλια μεσοπαγετώδης εποχή ή, απλώς, τίγλιο.
Dictionary of Greek. 2013.